- τερψιχόρης
- τερψίχοροςenjoying the dancefem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τερψιχόρης — Τερψιχόρη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγλαόπη — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Σειρήνες, κόρη του Αχελώου ποταμού και της μούσας Τερψιχόρης. Κατοικούσε μαζί με τις αδελφές της στα παράλια της Ιταλίας … Dictionary of Greek
Λίγεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν Σειρήνα, κόρη του Αχελώου και της Τερψιχόρης ή της Μελπομένης … Dictionary of Greek
Ταλιόνι — (Taglioni). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών χορευτών. 1. Μαρία (1804 – 1884). Κόρη του χορευτή Φίλιππου Τ. Πρωτοεμφανίστηκε στη Βιέννη με το έργο του πατέρα της Εισδοχή νύμφης στην αυλή της Τερψιχόρης. Το 1827 σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στη Γαλλία… … Dictionary of Greek